- κύμβαλο(ν)
- το муз. тарелки;
§ κύμβαλο(ν) αλαλάζον — поющий с чужого голоса, не имеющий своего мнения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κύμβαλο(ν) αλαλάζον — поющий с чужого голоса, не имеющий своего мнения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κύμβαλο — Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα,… … Dictionary of Greek
κύμβαλο — το ζεύγος ορειχάλκινων δίσκων, με τη σύγκρουση των οποίων παράγεται ήχος, τάσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυμβάλιον — κυμβάλιον, τὸ (Α) 1. μικρό κύμβαλο 2. το φυτό κοτυληδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλο + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κυμβαλίζω — (Α κυμβαλίζω) [κύμβαλο] κρούω, παίζω το κύμβαλο («και ἐν ᾠδαῑς κυμβαλίζοντες», ΠΔ) … Dictionary of Greek
διακυμβαλίζω — (Α) ηχώ ως κύμβαλο … Dictionary of Greek
ευθυμία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Μαινάδες, που κρατούσε αναμμένη δάδα στο αριστερό χέρι και κύμβαλο στο δεξί. 2. Προσωποποίηση της ομώνυμης κατάστασης, δηλαδή της χαρούμενης διάθεσης. Βάθρο αγάλματός της βρέθηκε στις Eρυθρές της Μικράς… … Dictionary of Greek
κεφαλοκρούστης — κεφαλοκρούστης, ὁ (Α) κρανοκολάπτης*. είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο κρούστης, κυμβαλο κρούστης] … Dictionary of Greek
κυμβαλισμός — ο (Α κυμβαλισμός) [κυμβαλίζω] το να παίζει κάποιος το κύμβαλο, η ανάκρουση τού κυμβάλου … Dictionary of Greek
κυμβαλιστής — ο, θηλ. κυμβαλίστρια (Α κυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) [κυμβαλίζω] αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου … Dictionary of Greek
κυμβαλώδης — κυμβαλώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει σχήμα κυμβάλου, όμοιος με κύμβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
χαλκίον — και χαλκεῑον, τὸ, Α [χαλκός] 1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό 2. κύμβαλο 3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι 4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.) 5. χάλκινο εισιτήριο… … Dictionary of Greek